Οδός Τοσίτσα
Graffiti και δημόσια σφαίρα
Το graffiti ως διαδικασία μπορεί να ενταχθεί σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πεδία δράσης. Το πεδίο που κάποιος θα επιλέξει να το εντάξει του δίνει αυτόματα το πλαίσιο και τα εργαλεία με τα οποία θα μπορέσει να ασκήσει κριτική πάνω του. Το ιδιώδημο, ωστόσο, και ως τρόπος σκέψης παρεισφρέει γρήγορα σε οποιαδήποτε συζήτηση προκαλώντας εσωτερικές αναιρέσεις σε πολλές σειρές επιχειρημάτων. Η πρόθεση στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι να δούμε το graffiti ως φίλτρο που φέρνει στην επιφάνεια φαινόμενα που αφορούν τον δημόσιο χώρο και που σταδιακά το επαναπροσδιορίζει.
Αν κάποιος επιχειρούσε να προσεγγίσει το graffiti, και την ιστορία του, με ακαδημαϊκό τρόπο θα το θεωρούσε μία μορφή αστικού ακτιβισμού που στόχο έχει να αναιρέσει τα πολύ συγκεκριμένα όρια διεπαφής του πολίτη με την πόλη του. Σε αυτή την περίπτωση το graffiti παίρνει μορφή αστικής βίας και βανδαλισμού για κάποιους ενώ αντιμετωπίζεται ως τρόπος προσωπικής έκφρασης και δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τον χώρο για άλλους. Αν κάποιος τώρα φέρει στο μυαλό του το ελληνικό παράδειγμα, μπορεί να αντιληφθεί ότι και οι δύο ερμηνείες είναι εξίσου λανθασμένες. Η απροσδιοριστία στον τρόπο διεπαφής με την πόλη, στα πλαίσια πάντα της καλής συμβίωσης, φέρνει μαζί της ένα πλήθος φαινομένων αστικής παρέμβασης η βία των οποίων χάνεται μέσα στην ομοιομορφία. Αυτή η ίδια η ανοιχτότητα στην παρέμβαση αποφορτίζει τελείως το graffiti από την δυναμική του. Το μεταμορφώνει αμέσως σε επίχρισμα κενό νοήματος και το εξισώνει με την υπόλοιπη πληροφορία που διαπλέει τον αστικό ιστό. Το graffiti περνάει στην φάση αναζήτησης του μηνύματός του. Η φάση αυτή είναι που επιτρέπει την χρήση του graffiti ως επιχειρήματος σε ιδεολογίες άσχετες με την πορεία παραγωγής του.
Με τον τρόπο αυτό, όπως φάνηκε και από την περίπτωση του graffiti στο κτίριο του Πολυτεχνείου, εμφανίζεται μία ιδιόμορφη συν-πτωση του υλικού και άυλου δημόσιου χώρου. Τα άυλα δίκτυα επικοινωνίας και ενημέρωσης έρχονται να επαναφορτίσουν το graffiti με νέο νόημα απλά και μόνο φέρνοντάς το στο προσκήνιο διακόπτοντας την βαθμιαία εισχώρησή του στην οικεία αισθητική του αστικού τοπίου. Εγκαινιάζουν αντ’ αυτού ένα διάλογο πολλών επιθέτων (πολιτικό π.χ.) διαιωνίζοντας το ψευδο-δίλλημα υπέρ ή κατά. Ο θεατής, ο αναγνώστης και γενικά ο δέκτης αναγκάζεται έτσι να γίνει κριτής σε ένα συμβάν που οι επίσημοι μηχανισμοί δεν είχαν συμπεριλάβει είτε για να το εξαφανίσουν, είτε για να το αξιολογήσουν είτε για να το αναδείξουν.
Η ετυμηγορία αρνητική, το graffiti σβήνεται και ο τοίχος περιμένει…
Το graffiti ως διαδικασία μπορεί να ενταχθεί σε πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους πεδία δράσης. Το πεδίο που κάποιος θα επιλέξει να το εντάξει του δίνει αυτόματα το πλαίσιο και τα εργαλεία με τα οποία θα μπορέσει να ασκήσει κριτική πάνω του. Το ιδιώδημο, ωστόσο, και ως τρόπος σκέψης παρεισφρέει γρήγορα σε οποιαδήποτε συζήτηση προκαλώντας εσωτερικές αναιρέσεις σε πολλές σειρές επιχειρημάτων. Η πρόθεση στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι να δούμε το graffiti ως φίλτρο που φέρνει στην επιφάνεια φαινόμενα που αφορούν τον δημόσιο χώρο και που σταδιακά το επαναπροσδιορίζει.
Αν κάποιος επιχειρούσε να προσεγγίσει το graffiti, και την ιστορία του, με ακαδημαϊκό τρόπο θα το θεωρούσε μία μορφή αστικού ακτιβισμού που στόχο έχει να αναιρέσει τα πολύ συγκεκριμένα όρια διεπαφής του πολίτη με την πόλη του. Σε αυτή την περίπτωση το graffiti παίρνει μορφή αστικής βίας και βανδαλισμού για κάποιους ενώ αντιμετωπίζεται ως τρόπος προσωπικής έκφρασης και δημιουργικής αλληλεπίδρασης με τον χώρο για άλλους. Αν κάποιος τώρα φέρει στο μυαλό του το ελληνικό παράδειγμα, μπορεί να αντιληφθεί ότι και οι δύο ερμηνείες είναι εξίσου λανθασμένες. Η απροσδιοριστία στον τρόπο διεπαφής με την πόλη, στα πλαίσια πάντα της καλής συμβίωσης, φέρνει μαζί της ένα πλήθος φαινομένων αστικής παρέμβασης η βία των οποίων χάνεται μέσα στην ομοιομορφία. Αυτή η ίδια η ανοιχτότητα στην παρέμβαση αποφορτίζει τελείως το graffiti από την δυναμική του. Το μεταμορφώνει αμέσως σε επίχρισμα κενό νοήματος και το εξισώνει με την υπόλοιπη πληροφορία που διαπλέει τον αστικό ιστό. Το graffiti περνάει στην φάση αναζήτησης του μηνύματός του. Η φάση αυτή είναι που επιτρέπει την χρήση του graffiti ως επιχειρήματος σε ιδεολογίες άσχετες με την πορεία παραγωγής του.
Με τον τρόπο αυτό, όπως φάνηκε και από την περίπτωση του graffiti στο κτίριο του Πολυτεχνείου, εμφανίζεται μία ιδιόμορφη συν-πτωση του υλικού και άυλου δημόσιου χώρου. Τα άυλα δίκτυα επικοινωνίας και ενημέρωσης έρχονται να επαναφορτίσουν το graffiti με νέο νόημα απλά και μόνο φέρνοντάς το στο προσκήνιο διακόπτοντας την βαθμιαία εισχώρησή του στην οικεία αισθητική του αστικού τοπίου. Εγκαινιάζουν αντ’ αυτού ένα διάλογο πολλών επιθέτων (πολιτικό π.χ.) διαιωνίζοντας το ψευδο-δίλλημα υπέρ ή κατά. Ο θεατής, ο αναγνώστης και γενικά ο δέκτης αναγκάζεται έτσι να γίνει κριτής σε ένα συμβάν που οι επίσημοι μηχανισμοί δεν είχαν συμπεριλάβει είτε για να το εξαφανίσουν, είτε για να το αξιολογήσουν είτε για να το αναδείξουν.
Η ετυμηγορία αρνητική, το graffiti σβήνεται και ο τοίχος περιμένει…
Οδός Στουρνάρη
Οδός Στουρνάρη
Οδός Στουρνάρη
Οδός Στουρνάρη
Οδός 28ης Οκτωβρίου
Οδός 28ης Οκτωβρίου
Οδός Τοσίτσα
Οδός Τοσίτσα
Οδός Τοσίτσα
Πολυτεχνείο
Οδός Μπουμπουλίνας
Οδός Σουλτάνη
Οδός Θεμιστοκλέους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου